Δείτε επίσης: μυωπίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυωπάζω < μύωψ ρ. παραγόμενο από ουσιαστικό + κατάληξη -άζω

  Ρήμα επεξεργασία

μυωπάζω

  • είμαι μύωψ, δέν βλέπω μακριά

  Μεταφράσεις επεξεργασία