μυσταγωγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυσταγωγός < ελληνιστική κοινή μυσταγωγός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυσταγωγός αρσενικό
- αυτός που μυεί κάποιον σε μια μυστηριακή λατρεία
- πρόσωπο που γνωρίζει σε βάθος επιστήμη ή τέχνη και μπορεί να μυήσει και άλλους σ' αυτές
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυσταγωγός
|