μυσαρώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυσαρώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μυσαρῶς < αρχαία ελληνική μυσαρός < μύσος. Συγχρονικά αναλύεται σε μυσαρ(ός) + -ώς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.saˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐σα‐ρώς
- ομόηχο: μυσαρός
Επίρρημα επεξεργασία
μυσαρώς
- (αρχαιοπρεπές) με μυσαρό τρόπο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυσαρώς
|
Πηγές επεξεργασία
- μυσαρός (& μυσαρώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Λέξεις με μυσαρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)