Δείτε επίσης: μυσαρῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυσαρώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μυσαρῶς < αρχαία ελληνική μυσαρός < μύσος. Συγχρονικά αναλύεται σε μυσαρ(ός) + -ώς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.saˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐σα‐ρώς
ομόηχο: μυσαρός

  Επίρρημα επεξεργασία

μυσαρώς

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία