Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miɾ.miŋ.ɡoˈfa.ʝe/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μυρμηγκοφάγε αρσενικό