μυριστείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμυριστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μυρίζομαι
- θα μυριστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μυρίζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μυρίζομαι