Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μυρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μυρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μυρίζω
  3. θα μυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μυρίζω