Δείτε επίσης: μυοῦμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

μυούμαι, π.αόρ.: μυήθηκα, μτχ.π.π.: μυημένος, (ενεργ.: μυώ)

Κλίση επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη μυώ