μυοσωτίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μυοσωτίς | αἱ | μυοσωτίδες | ||||
γενική | τῆς | μυοσωτίδος | τῶν | μυοσωτίδων | ||||
δοτική | τῇ | μυοσωτίδῐ | ταῖς | μυοσωτίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μυοσωτίδᾰ | τὰς | μυοσωτίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μυοσωτίς* | μυοσωτίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυοσωτίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μυοσωτίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυοσωτίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μῦς (ποντίκι) + οὖς (αφτί)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυοσωτίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό)
- Asperugo procumbens στον Διοσκουρίδη (Dsc. 2.183.)
- η μυοσωτίδα, το μη με λησμόνει
Πηγές επεξεργασία
- μυοσωτίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.