μυθοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.θo.piˈo/
Ρήμα επεξεργασία
μυθοποιώ
- κάνω κάποιον / κάτι μύθο αποδίδοντάς του ανάλογες ιδιότητες
- (κατ’ επέκταση) θαυμάζω κι εξυμνώ το χαρακτήρα και τις πράξεις κάποιου σε υπερβολικό βαθμό