Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυδραλλιοβόλον μαρτυρείται από το 1888, θηλυκό μυδαλιοβόλος [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυδραλλιοβόλον ουδέτερο

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • μυδραλιοβόλον

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 676, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία