Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυγοπαγίδα οι μυγοπαγίδες
      γενική της μυγοπαγίδας των μυγοπαγίδων
    αιτιατική τη μυγοπαγίδα τις μυγοπαγίδες
     κλητική μυγοπαγίδα μυγοπαγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μυγοπαγίδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυγοπαγίδα < μύγ(α) + -ο- + παγίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυγοπαγίδα θηλυκό

  • παγίδα για μύγες (συνήθως μια ταινία αλειμμένη με κολλώδη ουσία)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία