Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπόρεση < μπορε- (μπορώ) + -ση και μεσαιωνική ελληνική μπόρεση, μπόρεσις, ἠμπόρεση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbo.ɾe.si/
παρώνυμο: μπορέση (παλιά υποτακτική)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπόρεση θηλυκό

  • (λογοτεχνικό) η δυνατότητα να κατορθώσω
    δέν έχω τη μπόρεση, δεν είναι της μπόρεσής μου
    ※  μια μπόρεση του απόμενε: γονατιστός να πέφτει (Κωστής Παλαμάς, Η Φλογέρα του Βασιλιά (1909-10), Λόγος 8ος, στίχος 308)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία