μπρουσκέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπρουσκέτα < ιταλική bruschezza < brusco < υστερολατινική bruscus < λατινική ruscus / ruscum
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπρουσκέτα θηλυκό
- (γαστρονομία) φρυγανισμένη και τραγανή φέτα ψωμιού, αλειμμένη με διάφορα μείγματα
- Απλώνουμε το μείγμα των λαχανικών στις μπρουσκέτες, βάζουμε από πάνω το κοτόπουλο και τέλος τις ροδέλες ντομάτας και σερβίρουμε. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπρουσκέτα
|