Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπρικολάζ < γαλλική bricolage < bricoler +‎ -age < ιταλική briccola < μέση άνω γερμανική brechen < πρωτογερμανική *brekaną

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπρικολάζ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία