μπριζολάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπριζολάκι | τα | μπριζολάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπριζολάκι | τα | μπριζολάκια |
κλητική | μπριζολάκι | μπριζολάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπριζολάκι < μπριζόλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπριζολάκι ουδέτερο
- (γαστρονομία) υποκοριστικό του μπριζόλα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπριζόλα
μπριζολάκι
|