μπρέ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπρέ < → δείτε τη λέξη βρέ
Επιφώνημα επεξεργασία
μπρέ!
- (μειωτικό, προσβλητικό) άλλη μορφή του μωρέ
- ※ μπρέ οὐδετιποτένιε (17ος αιώνας ⌘ παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, φ. 61r)