Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μποϋκοτάζ < → δείτε τη λέξη μποϊκοτάζ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bo.i.koˈtaz/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μποϋκοτάζ ουδέτερο άκλιτο

  • παρωχημένη γραφή του μποϊκοτάζ μη απλοποιημένη γραφή σε μίμηση του γαλλικού boycottage

  Μεταφράσεις επεξεργασία