μποϊκοτάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μποϊκοτάρισμα < μποϊκοτάρω + -ισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μποϊκοτάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μποϊκοτάρω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μποϊκοτάζ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μποϊκοτάρισμα
|