Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουχέσας οι μπουχέσες
      γενική του μπουχέσα
    αιτιατική τον μπουχέσα τους μπουχέσες
     κλητική μπουχέσα μπουχέσες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουχέσας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /buˈçe.sas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐χέ‐σας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουχέσας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία