Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουνάτσα οι μπουνάτσες
      γενική της μπουνάτσας
    αιτιατική την μπουνάτσα τις μπουνάτσες
     κλητική μπουνάτσα μπουνάτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουνάτσα < μπονάτσα με τροπή [o] > [u] με την επίδραση του χειλικού [b][1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /buˈna.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐νά‐τσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουνάτσα θηλυκό

  • άλλη μορφή του μπονάτσα
    ※  Τὸ εἶπα καὶ τὸ λέγω! Σὰν θέλετε στὸ γάμο / γλυκειὰ νὰ βασιλεύῃ εἰρήνη καὶ μπουνάτσα, / αὐταῖς ἡ παλῃομόδαις νὰ κυλισθοῦνε χάμω, / κι' ἡ κάθε μιὰ κυρία νὰ βάλῃ κανναβάτσα. (Γεώργιος Σουρής, Κάτω η μόδα, 1882)

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουνάτσα < μπονάτσα με τροπή [o] > [u]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουνάτσα θηλυκό