Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουμπουνιέρα οι μπουμπουνιέρες
      γενική της μπουμπουνιέρας
    αιτιατική την μπουμπουνιέρα τις μπουμπουνιέρες
     κλητική μπουμπουνιέρα μπουμπουνιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουμπουνιέρα < μπομπονιέρα με τροπή [o] > [u] λόγω της επίδρασης του [b][1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bu.buˈɲe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐μπου‐νιέ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουμπουνιέρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία