μπουλούκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουλούκος < (άμεσο δάνειο) τουρκική bolluk (αφθονία). Διαφορετικό το μπουλούκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουλούκος αρσενικό
- στρουμπουλός, παχουλός, ιδιαίτερα στο πρόσωπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουλούκος
|