μπουκετάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουκετάκι | τα | μπουκετάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπουκετάκι | τα | μπουκετάκια |
κλητική | μπουκετάκι | μπουκετάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπουκετάκι < μπουκέτο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουκετάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μπουκέτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουκετάκι
|