μπουγαδοκλέφτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουγαδοκλέφτρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) κοπέλα που κλέβει ρούχα από απλωμένες μπουγάδες
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουγαδοκλέφτρα
|