Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
γυναίκα με μπολερό

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπολερό < (λόγιο δάνειο) γαλλική boléro[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπολερό ουδέτερο άκλιτο

  1. κοντό γυναικείο ρούχο με μανίκια που καλύπτει τους ώμους, την πλάτη και μικρό μέρος του θώρακα μπροστά
  2. λαϊκός ισπανικός χορός

  Μεταφράσεις επεξεργασία