Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιλιαρδάδικο τα μπιλιαρδάδικα
      γενική του μπιλιαρδάδικου των μπιλιαρδάδικων
    αιτιατική το μπιλιαρδάδικο τα μπιλιαρδάδικα
     κλητική μπιλιαρδάδικο μπιλιαρδάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιλιαρδάδικο < μπιλιάρδ(ο) + -άδικο
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιλιαρδάδικο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία