Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπερντές οι μπερντέδες
      γενική του μπερντέ των μπερντέδων
    αιτιατική τον μπερντέ τους μπερντέδες
     κλητική μπερντέ μπερντέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπερντές < (άμεσο δάνειο) τουρκική perde < περσική پرده (parde, «κουρτίνα»)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπερντές αρσενικό

  1. παραπέτασμα θυρών, παραθύρων: κουρτίνα
  2. αυλαία θεάτρου

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία