Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μπερδέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπερδεύω
  2. θα μπερδέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπερδεύω