μπελαλής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπελαλής αρσενικό (θηλυκό: μπελαλού, μπελαλίδισσα)
- αυτός που προξενεί μπελάδες
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπελαλής
μπελαλής αρσενικό (θηλυκό: μπελαλού, μπελαλίδισσα)