Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπεκιάρης οι μπεκιάρηδες
      γενική του μπεκιάρη των μπεκιάρηδων
    αιτιατική τον μπεκιάρη τους μπεκιάρηδες
     κλητική μπεκιάρη μπεκιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεκιάρης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική (τουρκική bekâr) < αραβική بكر (bakāra, παρθένα) ή < περσική بَكَار (bikâr, άνεργος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /beˈca.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐κιά‐ρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεκιάρης αρσενικό (θηλυκό μπεκιάρισσα)

  • (προφορικό) άγαμος άντρας
    ※  Ήτανε κἀτι να 'σαι τραπεζιτικός, ξεχώριζες μέσα στην κοινωνία, λογαριαζόσουνα γαμπρός αν ήσουνα μπεκιάρης. (Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Αθήνα 1963)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία