Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπασιμπουζούκος οι μπασιμπουζούκοι
      γενική του μπασιμπουζούκου των μπασιμπουζούκων
    αιτιατική τον μπασιμπουζούκο τους μπασιμπουζούκους
     κλητική μπασιμπουζούκο μπασιμπουζούκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπασιμπουζούκος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική باشی بوزوق (başıbozuk, σπασμένο κεφάλι) (τουρκική başıbozuk) + -ος → και δείτε τη λέξη βασιβουζούκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.si.buˈzu.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐σι‐μπου‐ζού‐κος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπασιμπουζούκος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία