μπαρουταποθήκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαρουταποθήκη < μπαρούτ(ι) + αποθήκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαρουταποθήκη θηλυκό
- πυριτιδαποθήκη
- (κατ’ επέκταση) αποθήκη για πυρομαχικά
- (μεταφορικά) χώρος που είναι επικίνδυνος να εκραγεί