μπανιάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπανιάρω < ιταλική bagnare + -ω < bagno < λατινική balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον (αντιδάνειο)
Ρήμα επεξεργασία
μπανιάρω
- άλλη μορφή του μπανιαρίζω
Πηγές επεξεργασία
- μπανιαρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπανιάρω
|