Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαλ μασκέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική bal masqué < bal & masqué (μασκέ) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαλ μασκέ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία