Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαλτάς οι μπαλτάδες
      γενική του μπαλτά των μπαλτάδων
    αιτιατική τον μπαλτά τους μπαλτάδες
     κλητική μπαλτά μπαλτάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μπαλτάς

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαλτάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική balta + < παλαιά τουρκική baltu < πρωτοτουρκική *baltu (τσεκούρι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /balˈtas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαλτάς αρσενικό

  1. είδος τσεκουριούμαχαιριού κατά άλλους) που χρησιμοποιείται κυρίως στον τεμαχισμό κρεάτων
  2. (δημοτική) το τσεκούρι
    ※  […] ο ξυλοκόπος ήταν Κούρδος. Γι' αυτό και η Λωξάντρα φώναξε τους «Κιούρτηδες» να κόψουν τα ξύλα της […] και έφτασαν οι Κούρδοι […] με αστραφτερούς μπαλτάδες ακονισμένους καλά, να κόψουνε τα ξύλα
    Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 41.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία