Δείτε επίσης: μπολάκι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαλάκι τα μπαλάκια
      γενική
    αιτιατική το μπαλάκι τα μπαλάκια
     κλητική μπαλάκι μπαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαλάκι < μπάλα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαλάκι ουδέτερο

  1. μικρή μπάλα
  2. (μεταφορικά) το γκολ
    φάγαμε δύο μπαλάκια χτες.

Εκφράσεις επεξεργασία

  • πετάω το μπαλάκι (σε κάποιον): μεταθέτω τις ευθύνες που έχω (σε κάποιον άλλο)
  • κάνω μπαλάκι (κάποιον): (συνήθως σε τρίτο πρόσωπο στον πληθυντικό: κάνουν κάποιον μπαλάκι) λέγεται συνήθως για αρμόδιους οι οποίοι παραπέμπουν ένα άτομο σε άλλον αρμόδιο συνεχόμενα

  Μεταφράσεις επεξεργασία