μπακαλόπαιδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπακαλόπαιδο < μπακάλ(ης) + -ο- + -παιδο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπακαλόπαιδο ουδέτερο
- νεαρός υπάλληλος ενός μπακάλικου
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπακαλόπαιδο
|