μπαΐρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαΐρι | τα | μπαΐρια |
γενική | του | μπαϊριού | των | μπαϊριών |
αιτιατική | το | μπαΐρι | τα | μπαΐρια |
κλητική | μπαΐρι | μπαΐρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαΐρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) η πλαγιά (ενός βουνού ή λόφου)
- (κατ’ επέκταση) χωράφι άγονο ή ακαλλιέργητο
Εκφράσεις επεξεργασία
- μπαΐρι το κεφάλι: για άνθρωπο απερίσκεπτο που δεν σκέφτεται πολλά ή δεν τον νοιάζουν