μπάστινα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπάστινα | οι | μπάστινες |
γενική | της | μπάστινας | — | |
αιτιατική | την | μπάστινα | τις | μπάστινες |
κλητική | μπάστινα | μπάστινες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπάστινα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης баштина / baština < πρωτοσλαβική *batja (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπάστινα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπάστινα
|