Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μπάμπω
      γενική της μπάμπως
    αιτιατική την μπάμπω
     κλητική μπάμπω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάμπω < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης бабо, κλητική τού баба < πρωτοσλαβική *baba (νηπιακή λέξη) + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈba.bo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπά‐μπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάμπω θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (λαϊκότροπο) ηλικιωμένη γυναίκα
  2. (λαογραφία, γαστρονομία) παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο έδεσμα της Θράκης

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)