μούττη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μούττη θηλυκό
- (κυπριακά) μύτη (ανθρώπου ή ζώου), άκρη (ακρωτηρίου), κορυφή
Παράγωγα επεξεργασία
Τοπωνύμια που παράγονται από το μούττη:[1]
Αναφορές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Αθανάσιος Α. Σακελλάριος, Τα Κυπριακά, ή Η εν Κύπρω γλώσσα (Αθήνα: Τύποις Π.Δ.Σακελλαρίου, 1868), σ. 348. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-09-29.