μούσκλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μούσκλι | τα | μούσκλια |
γενική | του | μουσκλιού | των | μουσκλιών |
αιτιατική | το | μούσκλι | τα | μούσκλια |
κλητική | μούσκλι | μούσκλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μούσκλι < μεσαιωνική ελληνική μούσκλιον < λατινική muscus (βρύο)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mus-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μούσκλι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μούσκλι
|