Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μούλιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μουλιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μουλιάζω