Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μου τη δίνει < δίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mu ti ˈði.ni/

  Έκφραση επεξεργασία

μου τη δίνει

Συνώνυμα επεξεργασία