μουρμουράω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
μουρμουράω< → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /muɾ.muˈɾa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μουρ‐μου‐ρά‐ω
Ρήμα επεξεργασία
μουρμουράω
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουρμουράω
→ δείτε τη λέξη μουρμουρίζω |