μουνιτσιόνε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουνιτσιόνε < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουνιτσιόνε θηλυκό, ή ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) πολεμοφόδια
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) χώρος αποθήκευσης πολεμοφοδίων των οχυρών και των πλοίων, επί τουρκοκρατίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουνιτσιόνε
|