Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουνιτσιόνε < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουνιτσιόνε θηλυκό, ή ουδέτερο άκλιτο

  1. (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) πολεμοφόδια
  2. (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) χώρος αποθήκευσης πολεμοφοδίων των οχυρών και των πλοίων, επί τουρκοκρατίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία