μουεζίνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mu.eˈzi.nis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουεζίνης αρσενικό
- (ισλαμισμός, επάγγελμα) μουσουλμάνος κληρικός που ψάλλει το κάλεσμα για προσευχή, το εζάν, από το μιναρέ του τζαμιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουεζίνης
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μουεζίνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας