Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουεζίνης οι μουεζίνηδες
      γενική του μουεζίνη των μουεζίνηδων
    αιτιατική τον μουεζίνη τους μουεζίνηδες
     κλητική μουεζίνη μουεζίνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουεζίνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική müezzin[1] + -ης < αραβική مؤذن (mu’aḏḏin)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mu.eˈzi.nis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουεζίνης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία