μορφονιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μορφονιός < ομορφονιός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moɾ.foˈɲos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μορφονιός αρσενικό (θηλυκό μορφονιά)
- (δημοτική) ο ομορφονιός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μορφονιός
→ δείτε τη λέξη ομορφονιός |