μορτίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μορτίτης | οι | μορτίτες |
γενική | του | μορτίτη | των | μορτιτών |
αιτιατική | τον | μορτίτη | τους | μορτίτες |
κλητική | μορτίτη | μορτίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μορτίτης < ελληνιστική κοινή μορτίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μορτίτης αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μορτίτης
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μορτίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.