Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μορμυρισμός οι μορμυρισμοί
      γενική του μορμυρισμού των μορμυρισμών
    αιτιατική τον μορμυρισμό τους μορμυρισμούς
     κλητική μορμυρισμέ μορμυρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορμυρισμός < (καθαρεύουσα) < αρχαία ελληνική μορμυρίζω, μορμυρισ- (< μορμύρω) + -μός (-ισμός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μορμυρισμός αρσενικό (παρωχημένο)

  1. κελάρυσμα
  2. παφλασμός
  3. μουρμουρητό
    ※  Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία