μορμυρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μορμυρισμός < (καθαρεύουσα) < αρχαία ελληνική μορμυρίζω, μορμυρισ- (< μορμύρω) + -μός (-ισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μορμυρισμός αρσενικό (παρωχημένο)
- κελάρυσμα
- παφλασμός
- μουρμουρητό
- ※ Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μορμυρισμός
→ δείτε τις λέξεις μουρμουρητό, κελάρυσμα και παφλασμός |
Πηγές επεξεργασία
- Λέξεις με μορμυρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)